- γεροντάκι
- τοο συμπαθητικός γέρος: Στην πλατεία μαζεύονται τα πρωινά τα γεροντάκια του χωριού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γεροντάκι — το και γεροντάκος και κης και γεράκος και γερούλης, ο 1. μικρόσωμος ή αξιολύπητος γέρος 2. (θωπευτικά) ο γέρος 3. (πτηνλ.) κν. ονομασία τής Νήσσας* της χειμερινής … Dictionary of Greek
γερούλης — ο βλ. γεροντάκι … Dictionary of Greek
γερόντιο — το (AM γερόντιον) γεροντάκι*, γεράκος αρχ. η γερουσία τών Καρχηδονίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό τού γέρων ( οντος)] … Dictionary of Greek
αδύναμος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έχει δύναμη, αντοχή, σωματική ή ψυχική: Ήταν ένα γεροντάκι μικρόσωμο κι αδύναμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γεροντάκος — ο το γεροντάκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)